Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Ανάγκη για ριζοσπαστικές τομές.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς 28/2 - 1/3/2014:

Ανάγκη για ριζοσπαστικές τομές.

Μια κυβέρνηση της αριστεράς, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται σήμερα, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, να αποτελεί μια ρεαλιστική προοπτική. Βέβαια η μνημονιακή συγκυβέρνηση και τα διαπλεκόμενα με αυτή κέντρα οικονομικής ισχύος δεν έχουν εξαντλήσει ακόμη το οπλοστάσιό τους και άρα στην πορεία ως τις επόμενες εθνικές βουλευτικές εκλογές μπορεί να συμβούν πολλά, είτε σε θεσμικό (π.χ. τροποποίηση του εκλογικού συστήματος την τελευταία στιγμή) είτε και σε εξωθεσμικό επίπεδο. Παρόλα αυτά η προοπτική είναι υπαρκτή και ελπιδοφόρα.
Είναι όμως αυτονόητο ότι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό για ένα κόμμα της αριστεράς. Σκοπός είναι να υπάρξει ωφέλιμο κοινωνικό και τελικά ιστορικό αποτέλεσμα, ιδιαίτερα για τον κόσμο της εργασίας, για τους άνεργους, για τους συνταξιούχους, για τους νέους και τελικά για όλα τα θύματα της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και του μνημονιακού σχεδίου της βίαιης πτωχοποίησης που υλοποιείται σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη του ωφέλιμου αποτελέσματος της αριστερής διακυβέρνησης είναι η στήριξή της στο μαζικό λαϊκό κίνημα, αλλά και η συναίσθηση των κινδύνων τους οποίους θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Χρειάζεται συνεπώς σοβαρός σχεδιασμός σε όλους τους τομείς και μεταξύ τους και σ΄ εκείνους των  θεσμών, της δικαιοσύνης και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, για την άμεση ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών σε σύντομο χρόνο (τάξης μεγέθους εβδομάδων) μετά τις εθνικές εκλογές.
Σε ό,τι αφορά τη δικαιοσύνη θα ήταν μάταιο αλά και αντίθετο προς την πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρήσει να την ελέγξει με τις μεθόδους των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, δηλ. με νομοθέτηση νέων θέσεων Αντιπροέδρων στα ανώτατα δικαστήρια και με επιλεκτικές τοποθετήσεις μελών τους στην ηγεσία τους. Αντίθετα, πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση της νομοθετικής θωράκισης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, εξωτερικής αλλά και εσωτερικής. Ειδικότερα απαιτείται:
Πρώτο, η κατάργηση όλων των θέσεων Αντιπροέδρων των Ανωτάτων δικαστηρίων, εκτός από μια για το καθένα, και παραμονή των υπηρετούντων σήμερα σε προσωποπαγείς θέσεις έως την αποχώρησή τους λόγω ορίου ηλικίας ή παραίτησης. Τα τμήματα των ανώτατων δικαστηρίων μπορούν να προεδρεύονται από το αρχαιότερο μέλος.
Δεύτερο, η νομοθετική παρέμβαση ώστε να περιορισθεί ή και εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια των προϊσταμένων δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά την ανάθεση των διαφόρων υποθέσεων στα μέλη του αντίστοιχου σχηματισμού. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της κατανομής των υποθέσεων βάσει πάγιων καθ΄ ύλη κριτηρίων στα τμήματα ενός δικαστηρίου και με κλήρωση κατά τα λοιπά. Τα πρόσωπα τα οποία θα συγκροτήσουν κάθε φορά το δικαστήριο (κατ΄ επέκταση και ο εισαγγελικός λειτουργός ο αρμόδιος για κάθε υπόθεση) πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και όχι επιλεκτικά και ενόψει των συγκεκριμένων υποθέσεων.
Τρίτο, η τροποποίηση του Οργανισμού Δικαστηρίων ώστε να διασφαλισθεί η εσωτερική  ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Σε πρώτο στάδιο είναι συνταγματικά εφικτή η θέσπιση ενός ενδεικτικού συστήματος αντικειμενικών κριτηρίων (μορίων) όσον αφορά στις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστών και εισαγγελέων, με παράλληλη πρόβλεψη υποχρεωτικής αιτιολογίας σε περίπτωση που το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά.
Ως προς τα μέσα μαζικής «ενημέρωσης», όπου επικρατεί ένα καθεστώς διαρκούς πειρατείας από το καλοκαίρι του 1989, όταν οι τηλεοπτικές συχνότητες καταλήφθηκαν εξ εφόδου από διαπλεκόμενους με την πολιτική εξουσία μεγαλοεπιχειρηματίες, οι οποίοι εξακολουθούν να τις κατέχουν ως σήμερα με αλλεπάλληλες δήθεν προσωρινές προτάσεις των δήθεν προσωρινών «αδειών» τους, απαιτείται άμεση επίσης νομοθετική παρέμβαση. Αυτή πρέπει να έχει στόχο την χωρίς καθυστέρηση προώθηση διαγωνιστικής διαδικασίας για τη χορήγηση οριστικών αδειών των τηλεοπτικών σταθμών με βάση αντικειμενικά κριτήρια και τον τερματισμό του καθεστώτος ανομίας στη ραδιοτηλεόραση.
Ακόμη πρέπει να δοθεί άμεσο τέρμα στη θητεία των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, η οποία έχει αντισυνταγματικά παραταθεί πάμπολλες φορές ως τώρα, προκειμένου οι επιλεγμένοι στο παρελθόν από ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ. να επιβάλουν εξοντωτικές κυρώσεις σε κάθε μη απολύτως ελεγχόμενο μέσο. Πρέπει να επιλεγούν για τις θέσεις αυτές πρόσωπα ευρείας κοινωνικής αποδοχής, αν είναι εφικτό με ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση, ή αλλιώς με την τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής ως προς τη συγκρότηση της Διάσκεψης Προέδρων, ώστε η τελευταία να προχωρήσει στην άμεση αποκαθήλωση του 86χρονου (!) σημερινού Προέδρου του Ε.Σ.Ρ.
Επίσης άμεση παρέμβαση χρειάζεται στο θεσμικό πλαίσιο σχετικά με το πολιτικό χρήμα. Η αρμόδια για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και του πόθεν έσχες των πολιτικών επιτροπή πρέπει να στελεχωθεί όχι από βουλευτές, όπως σήμερα (με αποτέλεσμα ο ελεγχόμενος να γίνεται ελεγκτής!), αλλά από μη πολιτικά πρόσωπα ευρείας αποδοχής και να ενισχυθεί με το απαραίτητο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, ώστε ο έλεγχος να αποκτήσει πραγματική υπόσταση. Επίσης τα κόμματα μπορούν, με απειλή στέρησης της κρατικής χρηματοδότησης, να υποχρεωθούν να τηρούν αξιόπιστα λογιστικά βιβλία Γ’  κατηγορίας αντί για τα σημερινά φυλλάδια.
Καταληκτικά μπορεί να επισημανθεί ότι νομικά υφίστανται οι δυνατότητες ριζοσπαστικών τομών προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και της διαφάνειας στο δημόσιο βίο, τόσο υπό το Σύνταγμα του 1975 όπως ισχύει σήμερα, όσο και, πολύ περισσότερο, στα πλαίσια μιας  αναθεώρησής του. Τον Ιούνιο του 2013 άλλωστε συμπληρώθηκε πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση του 2008 και άρα μπορεί να ξεκινήσει η επόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 6 Συντ., σε πρώτο στάδιο με τη διαπίστωση της σχετικής ανάγκης και με τον προσδιορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της αριστεράς πρέπει να προχωρήσουν με ταχύτητα και τόλμη προς την κατεύθυνση αυτή.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Η ευκαιρία των Ευρωεκλογών

Αναδημοσίευση από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 23/2/2014.

Η ευκαιρία των Ευρωεκλογών.

        Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκε στην Αθήνα ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ, προκειμένου να μας παραδώσει «μαθήματα για την οικονομική διακυβέρνηση». Συμπτωματικά ή όχι, ο χώρος που επελέγη ήταν το Μέγαρο Μουσικής, ο Οργανισμός του οποίου παρέδωσε προσφάτως μαθήματα μεταφόρτωσης στο χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος των δικών του χρεών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ! Πέρα όμως από μαθήματα οικονομικών, ο πρώην άρχων της ευρωζώνης είχε την καλοσύνη να μας παραδώσει και μερικά μαθήματα …δημοκρατίας. Σε συνέντευξή του μας είπε ότι το μοντέλο της τριαρχίας των δανειστών είναι δημοκρατικό, αφού «το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συγκροτείται από Δημοκρατίες και η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκροτείται από Δημοκρατίες», ενώ η ΕΚΤ είναι απλός «παρατηρητής». Και συμπλήρωσε ότι η τελική απόφαση για την αποδοχή της «βοήθειας» λαμβάνεται από την κυβέρνηση του κράτους που τη ζήτησε.
Η τριαρχία όμως παρέχει στην Ελλάδα (και τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπεριφέρειας) μόνο δανεικά και μάλιστα, στα πρώτα δύο χρόνια, με τιμωρητικό επιτόκιο. Το μεγαλύτερο μέρος (σήμερα το σύνολο) από τα δανεικά αυτά προορίζεται για την αποπληρωμή τοκοχρεωλυσίων και βέβαια, στην περίπτωση της ΕΚΤ, τούτο μεταφράζεται σε υπερκέρδη της από ελληνικά ομόλογα αγορασμένα με σημαντική έκπτωση τους στη δευτερογενή αγορά. Εξάλλου τα δάνεια συνοδεύονται από όρους τόσο επαχθείς, σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική «εξυγίανση», ώστε να οδηγούμαστε σε κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Η «βοήθεια» συνεπώς είναι φάρμακο χειρότερο από την αρρώστια, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου τη ζήτησε, χωρίς σχετική λαϊκή εντολή (αντίθετα, κατέλαβε την εξουσία πείθοντας τους ψηφοφόρους ότι «λεφτά υπάρχουν»).
Παραπέρα διαφεύγει της προσοχής του γηραιού τραπεζίτη ότι στο ΔΝΤ μετέχουν ως γνωστό και κράτη δεν εμπίπτουν σε κανένα στοιχειωδώς υποστηρίξιμο ορισμό της δημοκρατίας, ενώ αχανής συζήτηση έχει διεξαχθεί για το περιβόητο «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτως ή άλλως όμως οι κρίσιμες αποφάσεις για το ελληνικό μνημόνιο υπαγορεύονται στο πλαίσιο της τελευταίας από το Eurogroup, δηλ. το συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών των κρατών μελών της ευρωζώνης. Όση δημοκρατική νομιμοποίηση έχουν οι υπουργοί αυτοί, προέρχεται από τους εθνικούς τους «δήμους». Έτσι όμως εκείνοι, ή μάλλον ο «δήμος» (στην πραγματικότητα η άρχουσα τάξη) της οικονομικά ασύγκριτα ισχυρότερης ευρωπαϊκής χώρας, ο Υπουργός της οποίας επηρεάζει καθοριστικά τις αποφάσεις του Eurogroup, καταλήγουν να αποφασίζουν για τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας. Το μοντέλο αυτό δεν είναι δημοκρατικό αλλά αποικιοκρατικό.
Το ζήτημα πάντως δεν είναι κυρίως θεωρητικό ή φιλοσοφικό, αλλά νομικό και. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συγκροτήθηκε ως αυτοσκοπός, αλλά ως οργανισμός στηριγμένος σε συγκεκριμένες αρχές, καταγεγραμμένες στις ιδρυτικές της συνθήκες και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔΕΕ). Τα μνημόνια, όπως επιβάλλονται με «ειδοποιήσεις» (κατ΄  ουσία εντολές) του Eurogroup προς τις «αμαρτωλές» χώρες κατ΄ επίκληση του άρθρου 126 παρ. 9 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ένωσης (ΣΛΕΕ) παραβιάζουν σειρά θεμελιωδών διατάξεων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου. Παραβιάζεται π.χ. η αρχή της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), διότι το Eurogroup υπαγορεύει στα ελληνικά κρατικά όργανα πολιτικές σε πεδία που εκφεύγουν από τα συμφωνημένα όρια των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως με την αποστράγγιση των πόρων και τη συνακόλουθη υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας και υγείας (άρθρα 165 και 168 ΣΛΕΕ). Ισοπεδώνονται τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα σε «δίκαιες» συνθήκες εργασίας (άρθρο 31 ΧΘΔΕΕ) με τον καθορισμό των μισθών σε επίπεδα κάτω του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, το δικαίωμα των ηλικιωμένων «να διάγουν αξιοπρεπή και ανεξάρτητη ζωή» (άρθρο 25 ΧΘΔΕΕ) με την περικοπή των γλίσχρων συντάξεων του ΟΓΑ κ.ά., το δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρθρο 17 ΧΘΔΕΕ) με το «κούρεμα» των ομολόγων των φυσικών προσώπων κλπ.
Οι ευρωπαϊκές «ελίτ» υποσχέθηκαν στις κοινωνίες τον παράδεισο και τώρα τις εγκλωβίζουν στη νεοφιλελεύθερη κόλαση των μνημονίων. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές μας δίνουν την ευκαιρία να τους απαντήσουμε με τον πιο ηχηρό τρόπο.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Δάνεια σε υπερχρεωμενα κόμματα

 Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Έθνος 17/2/2014.

Δάνεια σε υπερχρεωμενα κόμματα.

Χρειάστηκε να απαντήσει ο αρμόδιος Ευρωπαίος επίτροπος σε ερώτηση ευρωβουλευτή (!) την προηγούμενη εβδομάδα για να μάθουμε ότι ελληνικά κόμματα χρωστούν 270 εκατομμύρια σε τραπεζικά ιδρύματα, εκ των οποίων τα 200 περίπου στην πρώην Αγροτική Τράπεζα. Η μερίδα του λέοντος από αυτά δόθηκε στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους του, λόγω εκλογικής κατάρρευσης και συρρίκνωσης της κρατικής επιχορήγησης (στον αντίποδα ο ΣΥΡΙΖΑ, με μικρό χρέος και κατακόρυφη αύξηση των εκλογικών του ποσοστών, είναι ίσως το μόνο αξιόχρεο πολιτικό κόμμα).
Το σκάνδαλο εντοπίζεται καταρχάς στο γεγονός ότι τα δύο κόμματα της μνημονιακής συγκυβέρνησης απέσπασαν δάνεια από κρατική τράπεζα, με εγγύηση μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις προς αυτά στη βάση των εκλογικών τους αποτελεσμάτων. Με άλλες λέξεις, η διορισμένη από τις κυβερνήσεις των ίδιων αυτών κομμάτων διοίκηση της Αγροτικής Τράπεζας θεώρησε ως δεδομένο ότι εκείνα θα εξακολουθούσαν την επόμενη δεκαετία να σημειώνουν τις ίδιες εκλογικές επιδόσεις, ως εάν οι ψηφοφόροι να ήταν αλυσοδεμένοι σε αυτά.
Χειρότερα ακόμη, με τις ψήφους των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, ψηφίστηκε ο ν. 4146/2013, με το άρθρο 78 του οποίου χορηγείται αμνηστία στους διοικούντες την Αγροτική Τράπεζα για τα επισφαλή αυτά δάνεια, κατά παράβαση του άρθρου 47 του Συντάγματος. Και βέβαια η τράπεζα «ανακεφαλαιοποιήθηκε» από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με χρήματα που δανείστηκε το ελληνικό κράτος και επιβαρύνουν περαιτέρω το υπέρογκο χρέος του, ενώ στη συνέχεια εκποιήθηκε σε άλλη, ιδιωτική τράπεζα.
Εξάλλου, όχι μόνο καλύπτεται με τις παραπάνω μεθοδεύσεις η λεηλασία του δημόσιου χρήματος που έγινε στο παρελθόν από τα κόμματα εξουσίας, αλλά δεν διαφαίνεται καμία προοπτική παύσης της για το μέλλον.
Σειρά προτάσεων της αρμόδιας για την καταπολέμηση της διαφθοράς επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες θα διασφάλιζαν έλεγχο και διαφάνεια στις ροές του πολιτικού χρήματος, έχει αγνοηθεί από τη μνημονιακή συγκυβέρνηση, αφού κανένα σχετικό νομοσχέδιο δεν έχει κατατεθεί στη Βουλή. Ομορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Real News της Κυριακής 16/2/2014:

Η μνημονιακή συγκυβέρνηση υπερηφανεύεται ότι με τις πολιτικές της «εσωτερικής υποτίμησης», τις οποίες εφαρμόζει κατ’ εντολή της επικυρίαρχης τριαρχίας των δανειστών, πέτυχε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα και ότι ανοίγει το δρόμο για την έξοδο της Ελλάδας από την «σήραγγα» των μνημονίων. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική, αφού το Δημοσιονομικό Σύμφωνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνυπέγραψε η (στηριγμένη στο ΠΑ.ΣΟ.Κ και τη Ν.Δ) κυβέρνηση Παπαδήμου το Μάρτιο του 2012 και ισχύει από την πρωτοχρονιά του 2013 (αφού η σχετική ευρωπαϊκή συνθήκη «σταθερότητας» κυρώθηκε και από τη χώρα μας με τον ν. 4063/2012) ισοδυναμεί με ένα διαρκές μνημόνιο, σκληρότερο από τα ισχύοντα.
Το άρθρο 4 του παραπάνω Συμφώνου υποχρεώνει τα κράτη της Ένωσης που έχουν δημόσιο χρέος μεγαλύτερο του 60% να διορθώνουν την απόκλιση τουλάχιστον κατά το 1/20 ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, με χρέος σήμερα περίπου στο 175% του ΑΕΠ της, θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα σχεδόν 6% του ΑΕΠ για τη μείωση του χρέους και άλλο 4% περίπου για την αποπληρωμή των τόκων, δηλαδή συνολικά 9% έως 10% του συνολικού εθνικού της προϊόντος! Ακόμη και αν η χώρα κατάφερνε, με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, να μπει σε τροχιά ανάπτυξης, να ανακτήσει την απώλεια του ενός τετάρτου (κατά προσέγγιση) του εθνικού της προϊόντος στη μνημονιακή τετραετία 2010-2014 και να περιορίσει τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ στα επίπεδα του 125%, και πάλι θα χρειαζόταν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6% του ΑΕΠ ετησίως, προκειμένου να τηρεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνουν αυτά, αρκεί να αναφέρουμε ότι το υψηλότερο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στην ελληνική ιστορία ήταν στο 4,9% του ΑΕΠ για μία και μοναδική χρονιά (το 1994) και ότι το ισχύον μνημόνιο προβλέπει την υποχρέωση επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων «μόνο» στο 4 έως 4,5% του ΑΕΠ για σειρά ετών. Προς το παρόν εξάλλου, παρά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για πρωτογενές πλεόνασμα, το δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά αντίθετα αυξήθηκε από τα 300 δις ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2012 στα 317 το τρίτο τρίμηνο του 2013 (δηλ. κατά το διπλάσιο περίπου των τόκων που πληρώθηκαν στο διάστημα αυτό.)
Με άλλες λέξεις, τα δύο κόμματα που νέμονται παραδοσιακά την εξουσία στη χώρα μας (εναλλάξ τις προηγούμενες δεκαετίες, από κοινού σήμερα) όχι μόνο την οδήγησαν στη χρεοκοπία αλλά και τη δέσμευσαν στην επιδίωξη παντελώς ουτοπικών δημοσιονομικών στόχων. Η μη επίτευξη των στόχων αυτών θα συνεπάγεται τη δυνατότητα αναστολής ή ακύρωσης της χρηματοδότησης της Ελλάδας από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία, με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕ 1303/2013 περί κοινών διατάξεων για τα ανωτέρω ταμεία. Κατ’ ουσία δηλαδή η ίδια η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταστεί αντιπαραγωγική, αφού θα συνεπάγεται ποικίλες επαχθείς υποχρεώσεις για την εθνική μας οικονομία, χωρίς να απολαμβάνουμε τα κυριότερα οφέλη από αυτή, εφόσον η ροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων διακοπεί.
Το συμπέρασμα είναι ότι μεσοπρόθεσμα η παραμονή της Ελλάδας, και όχι μόνο (αφού π.χ και η Ιταλία βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, με το δημόσιο χρέος της να ίπταται στο 130% του ΑΕΠ της), στην Ευρωπαϊκή Ένωση προϋποθέτει τη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος του υπερβολικού δημοσίου χρέους με μα γενναία εφάπαξ ρύθμιση (διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους). Αλλιώς η έξοδος, υπό δραματικές ενδεχομένως συνθήκες, θα καταστεί κάποια στιγμή μονόδρομος. Κανείς οφειλέτης όμως δεν μπορεί να ελπίζει σε σεισάχθεια αν δεν τη διεκδικήσει δυναμικά ο ίδιος. Τούτο προφανώς προϋποθέτει, πριν από κάθε τι άλλο, την αποκαθήλωση του υπόλογου για την υπερχρέωση συστήματος εξουσίας, με αφετηρία τις επερχόμενες ευρωεκλογές και περιφερειακές εκλογές, και την ανάληψη της κύριας ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς.


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "το Βήμα":



Χρειάζονται και άλλες θεσμικές αλλαγές.

Το Σύνταγμα δεν περιέχει ρητή πρόβλεψη για τον τρόπο εκλογής των βουλευτών, ενώ και οι ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εξειδικεύουν τη μέθοδο εκλογής των ευρωβουλευτών. Το Σύνταγμα αρκείται στην κατοχύρωση των αρχών της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας (άρθρο 51 παρ. 3) και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προσθέτει σ’ αυτές την «ελεύθερη» ψηφοφορία (άρθρο 14 παρ. 3). Συνεπώς ο εκλογικός νομοθέτης μπορεί να ρυθμίσει τα σχετικά ζητήματα κατά την κρίση του, σεβόμενος πάντως τις δημοκρατικές αρχές (άρθρο 1 του Συντάγματος) και αξίες (άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση).
Το ερώτημα αν η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα όταν τα πρόσωπα που στελεχώνουν το συλλογικό αντιπροσωπευτικό σώμα (Βουλή ή Ευρωκοινοβούλιο) εκλέγονται με ψήφο προτίμησης («σταυρό») από τους πολίτες ή όταν προκαθορίζονται με το σύστημα των δεσμευόμενων συνδυασμών («λίστα») από τα κόμματα, έχει τόσο νομική, όσο όμως και πραγματική διάσταση. Αν ένα κόμμα στερείται εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών (π.χ. προκριματικές εκλογές με συμμετοχή των μελών ή και των ψηφοφόρων για την προεπιλογή των υποψηφίων) και τα πάντα εξαρτώνται από το αρχηγό – ηγεμόνα του, τότε η «λίστα» μοιάζει με τη διαδικασία απονομής τίτλων ευγενείας από τους μονάρχες του μεσαίωνα στους υποτακτικούς τους. Αν, από την άλλη πλευρά, η σταυροδοσία εξασφαλίζεται από τους υποψηφίους μέσω της ανάπτυξης πελατειακών δικτύων παροχής παντοειδών «εξυπηρετήσεων» και/ή μέσω της προσωπικής (υπερ)προβολής τους από τα μέσα μαζικής «ενημέρωσης» έναντι αφανών ανταλλαγμάτων, τότε το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι δημοκρατία, αλλά κλεπτοκρατία.
Στην Ελλάδα της μεταπολιτευτικής περιόδου, και ειδικότερα στα κόμματα τα οποία στο παρελθόν εναλλάσσονταν στην εξουσία και σήμερα συγκυβερνούν, παρατηρούνται στην πράξη όλα τα παραπάνω παθολογικά φαινόμενα. Κατά συνέπεια μόνη της η επικείμενη κατάργηση της «λίστας» στις ευρωεκλογές δεν αρκεί για να επιφέρει ουσιώδη βελτίωση της δημοκρατικής τους ποιότητας. Αν το ζητούμενο είναι αυτή η βελτίωση (και όχι η αποκομιδή βραχυπρόθεσμου εκλογικού – κομματικού οφέλους από την «αναγνωρισιμότητα» και/ή τα υφιστάμενα πελατειακά δίκτυα συγκεκριμένων υποψηφίων), τότε η καθιέρωση του «σταυρού» θα έπρεπε να συνοδευθεί από αλλαγές σε όλο το θεσμικό πλαίσιο διεξαγωγής των ευρωεκλογών.
Θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να καθιερωθεί ανώτατο όριο (προ)εκλογικών δαπανών για κάθε υποψήφιο και να προβλεφθεί ως κύρωση για την υπέρβασή του η έκπτωση από το αξίωμα του ευρωβουλευτή, με απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος και μετά από ένσταση εκ μέρους συνυποψηφίων ή εκλογέων (το τελευταίο λείπει από τη σχετική πρόβλεψη του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος για την εκλογή βουλευτών, που έμεινε έτσι γράμμα νεκρό από το 2001 έως σήμερα). Τούτο θα έπρεπε να συνοδευθεί με την επιβολή αυστηρών απαγορεύσεων, συνοδευόμενων από την απειλή ποινικών κυρώσεων, για τη διακίνηση προεκλογικών δαπανών σε μετρητά και υποχρεώσεων διαφανούς διαχείρισης μέσω τραπεζικού λογαριασμού. Ακόμη θα μπορούσε να θεσπισθεί νομοθετικά συγκεκριμένη «κλείδα» κατανομής του τηλεοπτικού χρόνου ο οποίος διατίθεται στην προεκλογική περίοδο, μεταξύ όχι μόνο των κομμάτων αλλά και των υποψηφίων ευρωβουλευτών, κ.ο.κ. Αν δεν εισαχθούν τέτοιες θεσμικές εγγυήσεις, τότε η ψήφος προτίμησης στις ευρωεκλογές με ολόκληρη τη χώρα μια ενιαία περιφέρεια κινδυνεύει να οδηγήσει στη διευρυμένη αναπαραγωγή φαινομένου τύπου Β΄ Αθηνών, όπου φημολογείται ότι στην προ μνημονίου εποχή μια βουλευτική έδρα «στοίχιζε» κατά μέσο όρο περί το ένα εκατομμύριο ευρώ (!) σε αφανείς προεκλογικές δαπάνες (και βέβαια ο καθένας μπορεί να εικάσει ότι οι «χορηγοί» των υποψηφίων εξασφάλιζαν τη μετεκλογική απόσβεση της «επένδυσης» στο πολλαπλάσιο, σε βάρος του δημόσιου χρήματος).
Πέρα από όλα τα άλλα όμως, προϋπόθεση για τη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σ’ ένα έστ`ω στοιχειωδώς ανεκτό επίπεδο είναι η ύπαρξη του συλλογικού της υποκειμένου, δηλ. δήμου. Δήμος δεν είναι κάθε τυχαίο άθροισμα «πελατών», οι οποίοι ψηφίζουν με βάση την παροχή ή υπόσχεση προσωπικών ή οικογενειακών εξυπηρετήσεων ή την απολιτική αναγνωρισιμότητα πρώην αθλητών, ηθοποιών, τηλεοπτικών «αστέρων» κλπ. Δήμος είναι οι πολίτες που αποφασίζουν με βάση τη δική τους κρίση για το κοινωνικό συμφέρον, είτε το συνολικό (όσο υπάρχει) είτε το ταξικό. Τον ερχόμενο Μάϊο λοιπόν οι ψηφοφόροι θα έχουν την ευκαιρία να αποδείξουν ότι είναι πολίτες και όχι πελάτες, καταδικάζοντας μαζικά το κλεπτοκρατικό σύστημα εξουσίας που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και τους ανθρώπους στην εξαθλίωση.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Χωνί:

Αντισυνταγματική η κατάργηση του δικαιώματος των ετεροδημοτών να ψηφίζουν στον τόπο διαμονής.

Το άρθρο 51 παράγραφος 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι «οι βουλευτές εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία». Όπως ανέλυσα σε ανύποπτο χρόνο (βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, 2003, σ. 420-421), οι διατάξεις της κοινής εκλογικής νομοθεσίας οι οποίες εξειδικεύουν την αρχή αυτή δημιουργούν ένα δημοκρατικό – συμμετοχικό κεκτημένο και άρα η τυχόν αναίρεσή τους πρέπει να θεωρηθεί αντισυνταγματική. Μια τέτοια επιμέρους εξειδίκευση ή πρακτική διευκόλυνση της καθολικότητας της ψηφοφορίας συνιστά και η παροχή στους ετεροδημότες της δυνατότητας να ψηφίζουν στον τόπο κατοικίας τους, αποφεύγοντας το απαγορευτικό για πολλούς (ειδικά σε περίοδο δεινής οικονομικής κρίσης) κόστος της μετακίνησης. Επομένως η τυχόν κατάργηση της δυνατότητας αυτής με μέλλοντα να ψηφισθεί νόμο θα προσέκρουε στο άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος, δεδομένου άλλωστε ότι η εφαρμογή της ισχύουσας σήμερα ρύθμισης δεν έχει προκαλέσει κανένα αξιόλογο πρόβλημα στην εύρυθμη διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι το πρόβλημα που προέκυψε στην πράξη στις τελευταίες εκλογές του 2012 ήταν αντίθετα η πρωτοφανής αποχή των ψηφοφόρων, στα επίπεδα του 35% τον Μάϊο και σχεδόν 38% (!) τον Ιούνιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κάθε απόπειρα τροποποίησης της εκλογικής νομοθεσίας προς την κατεύθυνση της παρεμβολής πρακτικών εμποδίων στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος θα συνιστούσε μια κραυγαλέα αντιδημοκρατική μεθόδευση.